- σεκούριον
- σεκούριον, τό, (Lat.A securis) axe, IG5(1).1406.8 (Edict. Diocl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σεκούριον — τὸ, Α τσεκούρι, πέλεκυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. securis «τσεκούρι»] … Dictionary of Greek
τσεκούρι — Ημιορεινός οικισμός (27 κάτ., υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουβοποτάμου. * * * και τσικούρι, το, Ν πέλεκυς, μπαλτάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεκούριον (< securis «τσεκούρι»), με… … Dictionary of Greek
τσυρίζω — και τσιρίζω Ν (ιδίως για νήπιο) βγάζω διαπεραστικές κραυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (για την τροπή τού σ σε τσ , πρβλ. κό τσ υφας < κό σσ υφος, τσεκούρι < σεκούριον)] … Dictionary of Greek